προστυχάντζα

προστυχάντζα
η
1) подлый человек, подлец; 2) товар низкого качества

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προστυχάντζα" в других словарях:

  • προστυχάντζα — η πρόστυχος, κακού χαρακτήρα άνθρωπος ή κακής ποιότητας πράγμα: Είναι μια προστυχάντζα ο γείτονάς σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστυχάντζα — η, Ν 1. πρόστυχος άνθρωπος 2. πρόστυχο, κακής ποιότητας εμπόρευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + κατάλ. άντζα (< ιταλ. κατάλ. anza), πρβλ. μπροστ άντζα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»